дилетантский - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

дилетантский - translation to πορτογαλικά


дилетантский      
(de) diletante
- Trabalho de principiante. O bombom foi cortado ao meio, a droga misturada ao recheio e depois as duas partes foram coladas outra vez. Primário. O que se poderia chamar de coisa feita em casa.      
- Чрезвычайно примитивным способом. Разрезали конфету пополам, примешивали к начинке кокаин и снова склеивали шоколадом. Дилетантская, так сказать, кустарная работа.

Ορισμός

дилетантский
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: дилетант, связанный с ним.
2) Свойственный дилетанту, характерный для него.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дилетантский
1. - задаю Даржапову непростительно дилетантский вопрос.
2. Тему обозначили конкретно: - Позвольте дилетантский вопрос.
3. - задаю я дилетантский вопрос Геннадию Денисовичу.
4. Иначе получается дилетантский хаос репризно-кабаретного толка.
5. Свой дилетантский крест несу, Но с профессиональным блеском.